- γειτόσυνος
- γειτό-συνος, ον,A neighbouring, AP9.407 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γειτόσυνος — γειτόσυνος, ον (Α) [γειτοσύνη] ο γειτονικός … Dictionary of Greek